- όφλεμα
- ὄφλεμα, τό (Α)βλ. όφλημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όφλημα — ὄφλημα και ὄφλεμα, τὸ (Α) 1. πρόστιμο που επιβλήθηκε από το δικαστήριο 2. χρέος, οφειλή («ὑπερήμερον εἶναι καὶ ἐκπρόθεσμον τὸ ὄφλημα», Λουκιαν.) 3. αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀφλ τού αορ. β ὦφλον τού ὀφείλω* + κατάλ. ημα] … Dictionary of Greek